Οι γυναίκες, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, άφησαν το δικό τους «αποτύπωμα» στην Επανάσταση του 1821.
Παρότι σε βάθος χρόνου κυριάρχησαν οι μορφές της επιβλητικής Λασκαρίνας Πινότση, γνωστή ως Μπουμπουλίνα από το όνομα του δεύτερου συζύγου της, Δημήτρη Μπούμπουλη, και της γοητευτικής, πολυτάλαντης Μαντώς Μαυρογένους, υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι γενικότερα οι γυναίκες είχαν ουσιαστική, πολύπλευρη, συμβολή στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Κάποιες πήραν τα όπλα και στάθηκαν γενναία στο πλευρό των ανδρών χωρίς να είναι ιδιαίτερα γνωστές, όπως η καπετάνισσα Κωνσταντίνα Ζαχαριά, η Σπαρτιάτισσα Σταυριάννα Σάββαινα, η Δόμνα Βισβίζη κ.ά.
Πάντως, οι περισσότερες βοήθησαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, αλλά κυρίως στη διάσωση των παιδιών τους και τη στήριξη των σπιτιών τους κατά την απουσία των ανδρών.
Δυστυχώς, στις περισσότερες προσωπικές μαρτυρίες και στην ιστοριογραφία του 19ου αιώνα οι αναφορές στον ρόλο των γυναικών είναι περιορισμένες, καθώς επικεντρώνονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο των ανδρών. Ωστόσο, υπάρχουν πηγές που δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα της συμβολής των γυναικών στην Επανάσταση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε επιφυλακτικότητα από την πλευρά των ανδρών στο να εμπιστευτούν μυστικά στις γυναίκες.
Η Μαντώ Μαυρογένους σε ένα εξαιρετικό «πορτρέτο» των Ελλήνων και των Ελληνίδων, που συνέταξε και δημοσίευσε στο ημερολόγιό του ο Γάλλος φιλέλληνας και αγωνιστής Ε. Βιλνέβ (Eugène Villeneuve), αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Θα ήθελα να μην είμαι στη δύσκολη θέση να τους κάνω [των γυναικών] τη μομφή για την αδιακρισία, την οποία δεν μπορούν να κρατήσουν μυστική και η οποία υποχρεώνει τους συζύγους να είναι επιφυλακτικοί μαζί τους». {1}
Γι’ αυτό, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) κατά την προετοιμασία της Επανάστασης «οι Ελληνες τουφεξίδες [οπλοποιοί], σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι» εργάζονταν, όλη τη νύχτα, «κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των [για] τα αναγκαία του πολέμου» {2} Ετσι, λίγες γυναίκες μυούνταν και μόνο στον κατώτερο βαθμό στη Φιλική Εταιρεία, όπως η Μπουμπουλίνα ή χρησιμοποιούνταν σε ορισμένες αποστολές.
Ανάμεσα σε αυτές ήταν η Μαριγώ Ζαφειροπούλου, που χρησιμοποιήθηκε για μεταφορά πολύτιμων εγγράφων, και η Φαναριώτισα Ευφροσύνη Νέγρη, που, όπως έγραψε η συγγραφέας Καλιρρόη Παρρέν, «ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών» και το σπίτι της «απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών». {3}
Ομως, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση οι γυναίκες βρέθηκαν στην «πρώτη γραμμή» είτε τροφοδοτώντας τα στρατόπεδα με τρόφιμα, που στερούνταν οι ίδιες, είτε διατηρώντας «ζωντανά» τα σπίτια τους.
«Και αι γυναίκες αι ίδιαι ήρχοντο φορτωμέναις [στα στρατόπεδα] και έφερναν και τα ζώα φορτωμένα κρέατα, κρασιά και άλλας τροφάς», γράφει χαρακτηριστικά, ο Φωτάκος, ενώ σε άλλο σημείο περιγράφει ότι μετά τη νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια (28 Ιουλίου 1822) «αι γυναίκες μάλιστα του χωρίου Αγινόρι (Αγιονόρι Κορινθίας) επήραν πολλά λάφυρα και καμήλαις φορτωμέναις».
Σημαντική η βοήθειά τους και σε δύσκολες περιόδους, όπως η πολιορκία του Μεσολογγίου.
«Κουκουλωμένες με τη μαντήλα στο κεφάλι [γράφει ο Δ. Φωτιάδης] πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού́ και τα δίνουν στην επιτροπή́ να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ό,τι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει». {4}
Κάποιες άλλες γυναίκες παίρνουν μέρος σε μάχες, με το όπλο στο χέρι
Κωνσταντίνα Ζαχαριά
Από τον Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ {5} μαθαίνουμε ότι μια νεαρή Σπαρτιάτισσα, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών.
Η Κωνσταντίνα ήταν βρέφος «εν τω λίκνω» όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, το 1799, στην Τρίπολη, τον πατέρα της Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη (σ.σ. από αυτόν πήρε το επώνυμό της, η Κωνσταντίνα του Ζαχαριά), έναν από τους πρωτοκλέφτες της εποχής.
Μεγαλώνοντας ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατό του. Ετσι μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση, οπότε πρέπει να ήταν 22 ή 23 ετών, πήρε τα όπλα, ξεσήκωσε άνδρες και γυναίκες, σχημάτισε την ομάδα της και αφού πήρε την ευχή του επισκόπου Ηλείας Ανθιμου μπήκε στον πόλεμο.
Αρχικά, ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μυστρά και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ποταμό Ευρώτα έφτασε μέχρι το Λεοντάρι Αρκαδίας. Επιτίθεται με τους άνδρες της, απελευθερώνει το χωριό, καταστρέφει την ημισέληνο από τα τεμένη και βάζει φωτιά στο σπίτι του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή (βοεβόδας) της περιοχής και τον σκοτώνει.
Η καπετάνισσα Κωνσταντίνα φαίνεται να πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, καθώς και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά από κάποιο σημείο και μετά δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Σταυριάνα Σάββαινα
Μια άλλη Σπαρτιάτισσα, η Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ. η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα, η «Σάββαινα»), όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών και πήρε τα όπλα όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, τον άνδρα της.
Οπως έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν στην ιστορική «Εφημερίδα των Κυριών» (φ. 25.3.1890) «η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου» και εντάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), όπου σημειώθηκε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη των Ελλήνων.
«Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος», έγραψε η Παρρέν.
Η Σταυριάνα πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και στη μάχη του Τρίκορφου. Ωστόσο, επί Οθωνα, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της και ζούσε από τη βοήθεια οικογενειών άλλων αγωνιστών. Οταν πέθανε, το 1868, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να τη θάψουν.
Δόμνα Βισβίζη
Για μια άλλη γυναίκα, τη Δόμνα Βισβίζη, πληροφορούμαστε από ιδιόχειρο έγγραφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Μάιος 1822) ότι έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «διά της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός θα διελύετο» {6}
Η Δόμνα ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο και εφοπλιστή Αντώνη Βισβίζη, που διέθεσε πολλά χρήματα για την Επανάσταση και ήταν κυβερνήτης του πλοίου «Καλομοίρα». Ωστόσο, όταν πέθανε κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες μετά την άρνησή του να προδώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τη διακυβέρνηση του πλοίου ανέλαβε η γυναίκα του, το οποίο διέθεσε στον Αγώνα.
Η ίδια έζησε φτωχικά τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, εγκαταλελειμμένη από τις κυβερνήσεις επί Οθωνα.
Η εγκατάλειψη της Δόμνας και της Σταυριάννας από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έρχεται, δυστυχώς, να επιβεβαιώσει τη σκληρή μοίρα της εγκατάλειψης, που βίωσαν πολλοί αγωνιστές από τις οθωνικές κυβερνήσεις, κυρίως ως αποτέλεσμα του διχασμού, που υπήρξε στα χρόνια του Αγώνα.
Αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους: μια χειραφετημένη γυναίκα
Ξεχωριστή προσωπικότητα ανάμεσα στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης του 1821 ήταν η Μαντώ Μαυρογένους.
Η Μαντώ εκτός από την τεράστια συμβολή της στον Αγώνα, συμμετέχοντας σε μάχες και διαθέτοντας όλη την περιουσία της, ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, με μόρφωση, επηρεασμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού, γοητευτική και με ευρωπαϊκή εμφάνιση και «αέρα».
Ο Γάλλος φιλέλληνας Ρεμπό τη περιγράφει ως ψηλή, αδύνατη, με ευχάριστο πρόσωπο, ενώ ο Νικόλαος Δραγούμης, γραμματέας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1828), γράφει: «...εφαίνετο προοιωνιζομένη [= προλέγουσα] τον χρόνον, καθ’ ον οι κοινωνικοί της Δύσεως θεσμοί έμελλον να κατισχύσωσι [=επικρατήσουν] της απειρόκαλου (=ακαλαίσθητης) αυστηρότητος της Ανατολής»! {7}
Η αναφορά του Δραγούμη είναι από τις ελάχιστες που υπάρχουν γι’ αυτήν σε ελληνικές πηγές, καθώς από τους Ελληνες ιστορικούς σχεδόν αγνοήθηκε η μεγάλη αυτή ηρωική μορφή.
Ετσι, τα περισσότερα στοιχεία για τη Μαντώ (Μαγδαληνή, ήταν το όνομά της) τα γνωρίζουμε από ξένους φιλέλληνες, που ήρθαν στην Ελλάδα και αναφέρονται σ’ αυτήν στα συγγράμματά τους, με σεβασμό και θαυμασμό. {8}
Η αιτία αυτής της αντιμετώπισης από τους Ελληνες θα πρέπει να εντοπιστεί στον έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, είτε επειδή -όπως πιστεύουν κάποιοι- σκανδάλισε τους ηθικολόγους της εποχής είτε -το πιθανότερο-, επειδή την έφερε σε μεγάλη αντίθεση με ισχυρούς πολιτικούς, κυρίως τον μετέπειτα πρωθυπουργό, τον δόλιο Ι. Κωλέττη, που όπως και ο Μαυροκορδάτος, υπονόμευε τον Υψηλάντη.
Αξιοσημείωτη είναι και μια σύγκριση, που κάνει ο Ρεμπό, ανάμεσα στην Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ, γράφοντας ότι η πρώτη διέθετε σπάνια τόλμη για γυναίκα, αλλά και «απληστία για κέρδος, έτσι ώστε ν’ αναιρούνται οι πιο λαμπρές ιδιότητές της». Στην άλλη υπήρχε «η αγνότερη αγάπη στην πατρίδα, γεμάτη αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον και χωρίς καμία μέριμνα για το προσωπικό της μέλλον».
Τα βιογραφικά στοιχεία της Μαντώς είναι λίγο πολύ γνωστά.
Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στη Τεργέστη, όπου διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι γονείς της, ο εύπορος Μυκονιάτης έμπορος Νικόλαος Μαυρογένης και η Σπαρτιάτισσα Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, που είχαν συνολικά πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Εκανε σπουδές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιστορία και μιλούσε και έγραφε άπταιστα ιταλικά, γαλλικά και τουρκικά.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς επέστρεψε στην Ελλάδα. Ομως είναι βέβαιο ότι κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν στη Τήνο μαζί με το θείο της, Μαύρο, ενάρετο και σοφό ιερέα. Μαζί πέρασαν στη Μύκονο, ξεσήκωσε τους κατοίκους και στα μέσα Απριλίου 1821 το νησί μπήκε στον Αγώνα. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ «η Μύκονος [...] ώφειλε την τιμήν της εις την [ναυτική] συμμαχίαν εισχωρήσεως εις την ωραίαν Μοδένα (Μαντώ) Μαυρογένους». {9}
Το σπίτι της Μαντώς στη Μύκονο ήταν ανοιχτό στον κόσμο. Ο Ρεμπό περιγράφει μια βραδιά στο σπίτι της, όπου βρισκόταν «ένας αρκετά μεγάλος κύκλος, που αποτελείτο από τους πρώτους ανθρώπους του νησιού» και επικράτησε μεγάλο κέφι, με χορό.
Ο ίδιος αφηγείται ότι η Μαντώ τού έλεγε «Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Οταν έχω χρησιμοποιήσει όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμά μου και θα πεθάνω, εάν είναι απαραίτητο, γι’ αυτήν». Και αυτό έκανε. {10}
Σε μια τριετία είχε διαθέσει όλη την περιουσία της για τον εξοπλισμό πλοίων, τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων που πήραν μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, την Κάρυστο, τη Φθιώτιδα κ.α., την οικονομική στήριξη της Σάμου και της Χίου και την περίθαλψη 2.000 ατόμων, που επιβίωσαν από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Παρ’ όλα αυτά η Μαντώ επιμένει να προσφέρει και, όπως γράφει ο Βιλνέβ, ζητάει από τη κυβέρνηση τα μέσα για να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος την κολάκεψε και εκείνη του απαντάει: «Οχι [δεν θέλω] λόγια κολακευτικά. Χρήματα, άντρες [ζητάω] και βαδίζω ενάντια στον εχθρό».
Στο μεταξύ, μάλλον σε μάχες στη Φθιώτιδα, όπου πήρε μέρος, η Μαντώ γνωρίζεται με τον Δ. Υψηλάντη και ερωτεύονται. Στον αρραβώνα τους αντιτάσσονται πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, που τρομοκρατούνται στο ενδεχόμενο ενοποίησης των δυο ισχυρών οικογενειών και τελικά έπειτα από πολλές ραδιουργίες ο Κωλέττης πετυχαίνει να διαλυθεί η σχέση.
Απογοητευμένη η Μαντώ εμφανίζεται, την άνοιξη του 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνεδριάζει πλέον στην Τροιζήνα. Είναι η μόνη γυναίκα μεταξύ των ακροατών και ζητάει, μάταια, κάνοντας νεύματα, να της επιτραπεί να διαβάσει μια καταγγελία κατά του Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου.
Ο Νικ. Δραγούμης γράφει: «... μεταξύ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ή τις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής, ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος, φορούσα μέλαινα εσθήτα χρυσοπάρυφον [= μαύρο επίσημο φόρεμα με χρυσό τελείωμα] και πίλον [= καπέλο] ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτούμενη την ανάγνωσιν της ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά του Υψηλάντου αναφοράς». {11}
Αργότερα θα στείλει την αναφορά της στον Καποδίστρια, χωρίς να υπάρξει κάποια συνέχεια.
Στην ίδια Εθνοσυνέλευση, πάντως, θα διαβαστεί μια άλλη αναφορά της, με την οποία ζητάει να της διατεθεί ένα σπίτι στο Ναύπλιο για να κατοικήσει.
Η Μαντώ καταδιωκόμενη, πάντα από τον Κωλέττη, θα πεθάνει το 1848 πάμφτωχη στη Πάρο, όπου έμεναν κάποιοι συγγενείς της.
Πηγές:
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
στο Google news